στορ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply στορΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/στορ.mp3Ετυμολογίαστορ └γαλλ┘ store Ερμηνεία στορ ✦ φύλλο πτυσσόμενο, αποτελούμενο από ξύλινες ή πλαστικές πήχες στην εξωτερική πλευρά μπαλκονόπορτας ή παραθύρου ✦ παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–