στορ


στορ
Προφορά

Ετυμολογία
στορ └γαλλ┘ store

Ερμηνεία
στορ

✦ φύλλο πτυσσόμενο, αποτελούμενο από ξύλινες ή πλαστικές πήχες στην εξωτερική πλευρά μπαλκονόπορτας ή παραθύρου
✦ παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.