στοπάρω


στοπάρω
Προφορά

Ετυμολογία
στοπάρω στοπ

Ερμηνεία
ρήμα στοπάρω

✦ σταματώ κίνηση, ιδ. μηχανής
✦ σταματώ, ακινητοποιώ: ο παίκτης στοπάρει την μπάλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.