σκηνικός


σκηνικός
Προφορά

Ετυμολογία
σκηνικός μεταγενέστερη ελληνική σκηνικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκηνικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη σκηνή του θεάτρου, θεατρικός
✦ ουδ. το σκηνικό ως ουσ., το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η θεατρική δράση
(μτφ. ) πολιτικό σκηνικό, η πολιτική κατάσταση ορισμένης περιόδου: αλλάζει το πολιτικό σκηνικό
✦ πληθ. ουδ. τα σκηνικά ως ουσ., το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν τον διάκοσμο της θεατρικής σκηνής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.