σκηνίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
σκηνίτισσα αρχαία ελληνική σκηνίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκηνίτισσα
✦ θηλ. σκηνίτισσα (Κ -τις, -ιδος) αυτός που ζει σε σκηνή
✦ (συνεκδ.) νομάς: οι λεύτερες αυτές φυλές των νομάδων, των σκηνιτών, που δεν έχουν σκεπή και τζάκι (Μ. Καραγάτσης)
✦ τσιγγάνος: να και οι τουρκόγυφτοι, οι σκηνίτες (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–