σκηνή


σκηνή
Προφορά

Ετυμολογία
σκηνή αρχαία ελληνική σκηνή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκηνή

✦ κατασκεύασμα (συν. από σκληρό, αδιάβροχο ύφασμα), για προσωρινή διαμονή, τσαντήρι, αντίσκηνο
✦ το μέρος του θεάτρου όπου παίζουν οι ηθοποιοί
✦ φρ. πολιτική σκηνή του τόπου, η πολιτική κατάσταση
✦ (συνεκδ.) το θέατρο: φρ. βγαίνω ή ανεβαίνω στη σκηνή, γίνομαι ηθοποιός
✦ η σκηνογραφία (βλ. λ.)
✦ καθένα από τα μέρη των πράξεων θεατρικού έργου
✦ (γεν.) τμήμα θεατρικού, κινηματογραφικού κτλ. έργου: σκηνές βίας
(μτφ. ) επεισόδιο, λογομαχία, συμπλοκή: κωμικοτραγικές σκηνές χθες στη βουλή
✦ φρ. κάνω σκηνή ή σκηνές σε κάποιον, λογομαχώ με κάποιον, διαμαρτύρομαι για κάτι που είπε ή έκανε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.