σκευωρός


σκευωρός
Προφορά

Ετυμολογία
σκευωρός αρχαία ελληνική σκευωρός (=σκευοφύλακας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η σκευωρός

✦ αυτός που σκευωρεί, που οργανώνει σκευωρίες

Συνώνυμα
δολοπλόκος, μηχανορράφος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.