σκευή


σκευή
Προφορά

Ετυμολογία
σκευή αρχαία ελληνική σκευή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκευή

✦ εξάρτυση, οπλισμός
✦ (γεν.) το σύνολο των απαραίτητων αντικειμένων για ορισμένο σκοπό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.