σκέψη


σκέψη
Προφορά

Ετυμολογία
σκέψη αρχαία ελληνική σκέψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκέψη

✦ η ικανότητα της σύγκρισης και του συνδυασμού των ιδεών
✦ ό,τι σκέφτεται κανείς, στοχασμός, διαλογισμός
✦ φροντίδα, έγνοια
✦ δισταγμός, ανησυχία: φρ. με βάζει σε σκέψεις
✦ το σύνολο των ιδεών και απόψεων που προβάλλει και υποστηρίζει μια φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική κτλ. θεωρία: μαρξιστική σκέψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.