ρόμβος
Προφορά
Ετυμολογία
ρόμβος αρχαία ελληνική ῥόμβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρόμβος
✦ κάθε μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που έχει και τις τέσσερις πλευρές ίσες
✦ το παιδικό παιχνίδι σβούρα
✦ το ψάρι καλκάνι
✦ (ναυτ.) καθεμιά από τις 32 διαιρέσεις του ανεμολογίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–