ροόμετρο


ροόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
ροόμετρο ροή + μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ροόμετρο

✦ όργανο για τη μέτρηση της ροής των ρευστών που κινούνται σε αγωγό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.