ρουλό


ρουλό
Προφορά

Ετυμολογία
ρουλό └γαλλ┘ rouleau

Ερμηνεία
ρουλό

✦ καθετί τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου
✦ το εξωτερικό φύλλο πόρτας ή παραθύρου, από σιδερένιο έλασμα ή από ξύλινους πήχες, που τυλίγεται κυλινδρικά
✦ φρ. κατεβάζω τα ρολά, (για επιχείρηση) κλείνω την είσοδο του καταστήματος, μετά από τις κανονικές ώρες λειτουργίας· (κ. μτφ.) διακόπτω ή σταματώ τις δραστηριότητες επιχειρήσεως, χρεοκοπώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.