ρουκέτα


ρουκέτα
Προφορά

Ετυμολογία
ρουκέτα └ιταλ┘rocchetta, υποκοριστικό του rocca (=αδράχτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρουκέτα

✦ μικρό βλήμα που προωθείται με πυραυλικό σύστημα
✦ είδος πυροτεχνήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.