ρουθούνι
Προφορά
Ετυμολογία
ρουθούνι μεσαιωνική ελληνική ρουθούνιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρουθούνι
✦ καθένα από τα ανοίγματα της κάτω επιφάνειας της μύτης
✦ φρ. του μπήκε στο ρουθούνι, του έγινε ενοχλητικός – ρουθούνι δεν έμεινε, όλοι αφανίστηκαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–