ροπή
Προφορά
Ετυμολογία
ροπή αρχαία ελληνική ῥοπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ροπή
✦ η προς τα κάτω κλίση
✦ (μτφ. ) ζωηρή κλίση, διάθεση για κάτι: έχει μια ροπή προς το ψέμα – προς την ακολασία όταν όμως κοιτάζει τη γενική τάση της φυλής, βλέπει μια ροπή προς την ελευθερία, μια ιδέα της ελευθερίας (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–