ροντό


ροντό
Προφορά

Ετυμολογία
ροντό └γαλλ┘ rondeau

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ροντό

✦ λυρικό είδος της γαλλικής ποίησης
✦ (μουσ.) είδος μουσικής σύνθεσης με μοτίβα που επαναλαμβάνονται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.