ροντάρισμα


ροντάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ροντάρισμα └γαλλ┘ rodage• ή από το ρήμα ροντάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ροντάρισμα

✦ προσεκτικός χειρισμός ή χρήση καινούριου μηχανήματος και ιδ. μηχανής καινούριου αυτοκινήτου, μέχρι να φτάσει να λειτουργεί και να αποδίδει φυσιολογικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.