ρονιά
Προφορά
Ετυμολογία
ρονιά πιθ. από συμφυρμό των λ. ροή και σταλιά, με επίδραση του ραίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρονιά
✦ στάλα νερού, σταλαγματιά: ένα ζευγάρι κυπαρίσσια… μπρος στο κλησιδάκι· οι ρονιές από τα κεραμίδια τα ‘χανε κάμει να τρανέψουν (Π. Πρεβελάκης)
✦ δάκρυ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–