ρομφαιοφόρος


ρομφαιοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
ρομφαιοφόρος μεσαιωνική ελληνική ρομφαιοφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρομφαιοφόρος -ος, -ο

✦ που φέρει ρομφαία, ο οπλισμένος με ρομφαία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.