ρομαντικός


ρομαντικός
Προφορά

Ετυμολογία
ρομαντικός └ιταλ┘romantico

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρομαντικός -ή, -ό

✦ (για λογοτεχνικά κ. καλλιτεχνικά έργα) ο χαρακτηριζόμενος από την τάση προς το ιδανικό, το περιπετειώδες και το παθητικό
✦ (για πρόσ.) οπαδός του καλλιτεχνικού ρομαντισμού
✦ (κατ’ επέκτ.) ο υπερβολικά συναισθηματικός
✦ ο μακριά από την πραγματικότητα
✦ που ρέπει προς την ονειροπόληση
✦ (για πράγματα ή καταστάσεις) που προκαλεί τη διάθεση του ρεμβασμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ρομαντικά (Κ ρωμαντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.