πορνεύω


πορνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
πορνεύω αρχαία ελληνική πορνεύω

Ερμηνεία
ρήμα πορνεύω

✦ εκπορνεύω, διαφθείρω
✦ (μέσ.) πορνεύομαι, είμαι ή γίνομαι πόρνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.