πόρεψη
Προφορά
Ετυμολογία
πόρεψη αρχαία ελληνική πορεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πόρεψη
✦ πορισμός, εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή: είδες πώς ζήσαμε! Ήθελε να πει τη φτωχική μας πόρεψη, που δεν καταλύσαμε μηδ’ ένα σταρόψειρο παραπάνω από το απαραίτητο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–