πορνεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πορνεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πορνεύω.mp3Ετυμολογίαπορνεύω αρχαία ελληνική πορνεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ πορνεύω ✦ εκπορνεύω, διαφθείρω ✦ (μέσ.) πορνεύομαι, είμαι ή γίνομαι πόρνη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–