πνευμονικός


πνευμονικός
Προφορά

Ετυμολογία
πνευμονικός αρχαία ελληνική πνευμονικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πνευμονικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στους πνεύμονες, ο των πνευμόνων: πνευμονική πάθηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.