πνευμονοπάθεια


πνευμονοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
πνευμονοπάθεια πνεύμων + πάσχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πνευμονοπάθεια

✦ γεν. ονομ. των παθήσεων των πνευμόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.