πνευμοκονίαση


πνευμοκονίαση
Προφορά

Ετυμολογία
πνευμοκονίαση └αγγλ┘pneumonoconiosis

Ερμηνεία
πνευμοκονίαση

✦ (Κ -σις, -εως)(ιατρ.) γεν. ονομασ. των πνευμονικών παθήσεων που οφείλονται στην εισπνοή και καθήλωση στους πνεύμονες σκόνης και στερεών σωματιδίων που αιωρούνται στον αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.