πλειόμορφος


πλειόμορφος
Προφορά

Ετυμολογία
πλειόμορφος πλείων + μορφή

Ερμηνεία
πλειόμορφος

✦ -η, -ο κ. πλειομορφικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ος, -ον) που έχει περισσότερες από μία, μορφές: πλειόμορφα φύλλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.