πλειοψηφία


πλειοψηφία
Προφορά

Ετυμολογία
πλειοψηφία μεταγενέστερη ελληνική πλειοψηφία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλειοψηφία

✦ η πλειονότητα, το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή των ψηφοφόρων

Συνώνυμα

Αντίθετα
μειοψηφία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.