πλειοδότης


πλειοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
πλειοδότης πλείων + δίδωμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλειοδότης

✦ θηλ. πλειοδότρια (Κ -τις, -ιδος) αυτός που πλειοδοτεί, που προσφέρει μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία

Συνώνυμα

Αντίθετα
μειοδότης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.