πλειοδοτώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πλειοδοτώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πλειοδοτώ.mp3Ετυμολογίαπλειοδοτώ πλειοδότης Ερμηνεία└ρήμα┘ πλειοδοτώ -είς, -εί ✦ δίνω ανώτερη τιμή σε δημοπρασία ✦ (μτφ. ) υπερβάλλω, υπερθεματίζω: πλειοδοτεί σε υποσχέσεις Συνώνυμα–Αντίθεταμειοδοτώ Επιρρήματα–