πλαστογράφηση
Προφορά
Ετυμολογία
πλαστογράφηση πλαστογραφώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλαστογράφηση
✦ η πράξη του πλαστογραφώ, νόθευση ή μίμηση γραφής: πλαστογράφηση δημόσιου εγγράφου
✦ (κ. μτφ.) παραποίηση, διαστροφή: πλαστογράφηση της ιστορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–