πλαστικοποιητικός


πλαστικοποιητικός
Προφορά

Ετυμολογία
πλαστικοποιητικός πλαστικοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλαστικοποιητικός -ή, -ό

✦ ο της πλαστικοποιήσεως, που ενεργεί πλαστικοποίηση: πλαστικοποιητική μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.