πλαστικοποιητής Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πλαστικοποιητήςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πλαστικοποιητής.mp3Ετυμολογίαπλαστικοποιητής πλαστικοποιώ Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο πλαστικοποιητής ✦ υγρή ή στερεή ουσία που προστίθεται σε υλικό για να αυξήσει την πλαστικότητά του Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–