πλασματοκύτταρο
Προφορά
Ετυμολογία
πλασματοκύτταρο πλάσμα + κύτταρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλασματοκύτταρο
✦ (μικροβιολ.) είδος κυττάρων που ανευρίσκονται στο συνδετικό ιστό ή στο αίμα σε παθολογικές περιπτώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–