πλακόστρωτος


πλακόστρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
πλακόστρωτος πλακοστρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλακόστρωτος -η, -ο

✦ ο στρωμένος με πλάκες
✦ ουδ. το πλακόστρωτο(ν) ως ουσ., δάπεδο στρωμένο με πλάκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.