πλάκα


πλάκα
Προφορά

Ετυμολογία
πλάκα μεσαιωνική ελληνική πλάκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλάκα

✦ επίπεδο στερεό σώμα που το πάχος του είναι πολύ μικρότερο από το μήκος και το πλάτος
✦ (ειδ.) φύλλο σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται σε στέγες ή δάπεδα για επίστρωση
✦ το αβάκιο των μικρών μαθητών
✦ κάθε ομαλή και πλατιά επιφάνεια γης
✦ κάθε πλατυσμένη πέτρα
✦ (ειδ.) η ταφόπετρα
✦ καθετί επίπεδο και πεπλατυσμένο, που έχει σχήμα πλάκας: μια πλάκα σαπούνι
✦ ακτινογραφία
✦ το δάπεδο κάθε ορόφου οικοδομής, που κατασκευάζεται από μπετόν αρμέ
✦ δίσκος γραμμοφώνου
(μτφ. ) πειραχτικό αστείο, θορυβώδης διασκέδαση
✦ φρ. έπαθα την πλάκα μου, κ. έπαθα πλάκα, έμεινα κατάπληκτος – έχει πλάκα τα γαλόνια, για ανώτερους αξιωματικούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.