πλακούντας


πλακούντας
Προφορά

Ετυμολογία
πλακούντας αρχαία ελληνική πλακοῦς, -οῦντος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλακούντας

✦ είδος γλυκίσματος από ζυμάρι
✦ κάθε μάζα που έχει πλατυνθεί με πίεση
✦ όργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα κατά την κύηση και που αποβάλλεται κατά το τέρμα του τοκετού, το ύστερο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.