πλέι μπόι


πλέι μπόι
Προφορά

Ετυμολογία
πλέι μπόι └αγγλ┘play boy

Ερμηνεία
πλέι μπόι

✦ άκλ. ουσ. νέος άνδρας, πλούσιος και αργόσχολος, που ζει μια ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση των απολαύσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.