πλάκωμα


πλάκωμα
Προφορά

Ετυμολογία
πλάκωμα πλακώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πλάκωμα

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του πλακώνω, επίστρωση με πλάκες
✦ η πίεση που ασκείται με επίθεση βάρους
✦ (συνεκδ.) συνουσία
(μτφ. ) αίσθημα βάρους, δυσφορίας στο στομάχι ή το στήθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.