πηγαδάκι
Προφορά
Ετυμολογία
πηγαδάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού πηγάδι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πηγαδάκι
✦ μικρό πηγάδι
✦ μικρός όμιλος συζητητών: πηγαδάκια, συζητήσεις, ερωτηματικά αλλά και αμηχανία (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–