πετσώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πετσώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πετσώνω.mp3Ετυμολογίαπετσώνω πετσί Ερμηνεία└ρήμα┘ πετσώνω ✦ ντύνω με δέρμα ✦ (μτφ. ) τρώγω μέχρι κορεσμού: φρ. τον πέτσωσε – είναι πετσωμένος, παραχορτασμένος ✦ (μτφ. ) δέρνω αλύπητα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–