πετσόκομμα
Προφορά
Ετυμολογία
πετσόκομμα πετσοκόβω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πετσόκομμα
✦ κατακομμάτιασμα
✦ άγρια σφαγή
✦ (μτφ. ) περικοπή κειμένου, κινηματογραφικής ταινίας κτλ., καθώς και αποδοχών, μισθών κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–