περιμένω
Προφορά
Ετυμολογία
περιμένω αρχαία ελληνική περι-μένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιμένω
✦ μένω κάπου ώσπου να φτάσει κάποιος ή κάτι: θα ‘ρθω να σε βρω, δε θα περιμένω (Κ. Χατζόπουλος)
✦ ελπίζω σε κάτι, προσδοκώ, προσμένω: από πέρσι περιμένει την προαγωγή του
✦ φοβούμαι μήπως συμβεί κάτι: ο κόσμος περιμένει ότι θα συμβεί πόλεμος
✦ φρ. τον περιμένουνε, από στιγμή σε στιγμή αναμένεται ο θάνατός του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–