περιμάντρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
περιμάντρωμα περιμαντρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το περιμάντρωμα
✦ κατασκευή μάντρας γύρω από κάτι
✦ η μάντρα που περιβάλλει κάτι: διπλά περιμαντρώματα από δρυ (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–