περιλάμπω
Προφορά
Ετυμολογία
περιλάμπω μεταγενέστερη ελληνική περι-λάμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιλάμπω
✦ φεγγοβολώ
✦ (μτβ.) φωτίζω απ’ όλες τις μεριές κάτι ώστε να λάμπει ολόκληρο: ένας άνθρωπος, που βρίσκεται νύχτα σε σπίτι κατάκλειστο, ανοίγει ένα παράθυρο και ξαφνικά τον περιλάμπει μια αστραπή (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–