περιθωριοποίηση


περιθωριοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
περιθωριοποίηση περιθωριοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περιθωριοποίηση

(μτφ. ) τοποθέτηση στο περιθώριο, παραμερισμός, παραγκωνισμός: είναι καταδικασμένοι σε λήθη και περιθωριοποίηση οι όρθιοι και οι πολιτικά έντιμοι (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.