περιθωριοποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
περιθωριοποίηση περιθωριοποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιθωριοποίηση
✦ (μτφ. ) τοποθέτηση στο περιθώριο, παραμερισμός, παραγκωνισμός: είναι καταδικασμένοι σε λήθη και περιθωριοποίηση οι όρθιοι και οι πολιτικά έντιμοι (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–