περιθωριακός


περιθωριακός
Προφορά

Ετυμολογία
περιθωριακός περιθώριο

Ερμηνεία
επίθετο┘ περιθωριακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο: περιθωριακές σημειώσεις
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια: περιθωριακός τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.