περιηγητής
Προφορά
Ετυμολογία
περιηγητής μεταγενέστερη ελληνική περιηγητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο περιηγητής
✦ θηλ. περιηγήτρια ο περιερχόμενος διάφορα μέρη για επίσκεψη ή για μελέτη των τόπων, των ηθών, εθίμων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–