περίθλαση


περίθλαση
Προφορά

Ετυμολογία
περίθλαση μεταγενέστερη ελληνική περίθλασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περίθλαση

✦ (φυσ.) διαταραχή του τρόπου διάδοσης των οπτικών, ακουστικών, ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων λόγω εμποδίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.