περίθαλψη


περίθαλψη
Προφορά

Ετυμολογία
περίθαλψη μεσαιωνική ελληνική περίθαλψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περίθαλψη

✦ φροντίδα για πρόσωπα που έχουν ανάγκη: περίθαλψη άρρωστου γέροντα – των σεισμοπαθών
✦ η κοινωνική πρόνοια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.