παλαιικότητα


παλαιικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιικότητα παλαιικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παλαιικότητα

✦ η ιδιότητα του παλαιικού, του ανήκοντος ή αναφερομένου σε παλαιά εποχή: μιας παλαιικότητας που ‘χει την αρχοντιά των προπάππων (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.